Η εμπειρία μου στην Παρωτιδεκτομή
Πληκτρολογήστε το κείμενό σας εδώ...
Οι όγκοι της παρωτίδος αντιπροσωπεύουν το 80% όλων των νεοπλασμάτων των σιελογόνων αδένων. Το 20-25% των Παρωτιδικών Όγκων είναι κακοήθεις. Οι περισσότεροι καλοήθεις Παρωτιδικοί Όγκοι έχουν βραδεία ανάπτυξη, είναι ανώδυνοι και αναπτύσσονται στην ουρά της Παρωτίδος.

Η φυσική εξέταση του ασθενούς που γίνεται από τον Ιατρό, είναι το πρώτο διαγνωστικό test στο οποίο υποβάλλεται ο ασθενής. Σε αρκετές περιπτώσεις, με την ψηλάφηση, ο Ιατρός μπορεί να διακρίνει τους καλοήθεις από τους κακοήθεις όγκους.
Το Υπερηχογράφημα είναι μια χαμηλού κόστους αξιόπιστη εξέταση, στην αξιολόγηση ενός όγκου του επιπολής λοβού της Παρωτίδος. Όταν η νεοπλασία εντοπίζεται στον εν τω βάθει λοβό, τότε η Αξονική Τομογραφία και η Μαγνητική Τομογραφία μας δίνουν επαρκή στοιχεία.
Η βιοψία δια λεπτής βελόνης (FNAB, Fine Needle Aspiration Biopsy) συνιστάται από ορισμένους συγγραφείς .
Παρ' όλα αυτά, κανένα από αυτά τα διαγνωστικά εργαλεία δεν παρέχει οριστικές πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την ακριβή ιστολογική ταυτότητα μιας παρωτιδικής μάζας, και επιπλέον η ανοιχτή βιοψία μιας παρωτιδικής μάζας δεν συνιστάται, λόγω του κινδύνου διασποράς σε περίπτωση κακοήθειας. Ως εκ τούτου, αυτή η οποία είναι η συνήθης τακτική στην αντιμετώπιση των Παρωτιδικών Όγκων, είναι η αφαίρεση των όγκων και η οριστική ιστολογική ταυτοποίηση του παρασκευάσματος από το Παθολογοανατομικό Εργαστήριο.

Καθώς λοιπόν προεγχειρητικώς είναι αδύνατο να έχουμε ασφαλή διάγνωση, θα πρέπει σε όλες τις επεμβάσεις για αφαίρεση ενός Παρωτιδικού Όγκου, η επέμβαση να είναι ογκολογικά ασφαλής. Δηλαδή θα πρέπει μαζί με την νεοπλασία να αφαιρείται πέριξ της νεοπλασίας τμήμα υγιούς ιστού, εάν αυτό είναι τεχνικά εφικτό, εάν δηλαδή η απόσταση του όγκου από κάποιο κλάδο του προσωπικού νεύρου το επιτρέπει.

Αφαιρώντας τμήμα υγιούς ιστού πέριξ του όγκου, σε περίπτωση κακοήθειας η επέμβαση είναι ογκολογικά ασφαλέστερη για τον ασθενή. Για να γίνουν όλα αυτά απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αναγνώριση και παρασκευή του προσωπικού νεύρου.
Εάν ένας όγκος Παρωτίδος αφαιρεθεί με εκπυρήνιση, δηλαδή χωρίς να αναγνωρισθεί το Προσωπικό νεύρο, τότε πέριξ του όγκου δεν υπάρχει υγιής ιστός, οπότε αυξάνεται η πιθανότητα η εκτομή να μην έχει γίνει σε υγιή εγχειρητικά όρια. Επίσης αυξάνεται η πιθανότητα βλάβης του προσωπικού νεύρου.
Η Παρωτιδεκτομή αποτελεί τον βασικό τρόπο θεραπείας των όγκων της παρωτίδος, είτε αυτοί είναι καλοήθεις, είτε αυτοί είναι κακοήθεις. Η Παρωτιδεκτομή αποτελεί την πιο συχνή επέμβαση που γίνεται για την αντιμετώπιση των όγκων των σιελογόνων αδένων.
Στο παρελθόν, στο απώτερο παρελθόν οι όγκοι της παρωτίδος αφαιρούνταν χωρίς να παρασκευαστεί το προσωπικό νεύρο (facial nerve avoidance). Μια τέτοια επέμβαση είναι η εκπυρήνιση του όγκου (enucleation or "shelling out").

Η εμπειρία έχει δείξει ότι κατά την αφαίρεση ενός Παρωτιδικού όγκου, τουλάχιστον ένας κλάδος του προσωπικού νεύρου είναι σε στενή επαφή με τον όγκο. Πλέον, όλοι οι όγκοι της παρωτίδος πρέπει να αφαιρούνται αφού πρώτα αναγνωριστεί και παρασκευαστεί το στέλεχος και οι κλάδοι του προσωπικού νεύρου. Αυτή η εξέλιξη στην χειρουργική των όγκων της παρωτίδος οδήγησε στην ασφαλέστερη ογκολογικά αφαίρεση των όγκων της παρωτίδος, και στην σημαντική μείωση των μετεγχειρητικών προβλημάτων από το προσωπικό νεύρο.
Για τους Παρωτιδικούς Όγκους για τους οποίους δεν υπάρχουν αποδείξεις ή ενδείξεις μεταστάσεων, και όταν ο όγκος εντοπίζεται στον επιπολής λοβό της Παρωτίδος, επιλέγεται η Μερική, Επιπολής Παρωτιδεκτομή. Πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις αναγνωρίζεται το προσωπικό νεύρο. Στους όγκους του εν τω βάθει λοβού της παρωτίδος γίνεται αναγνώριση του στελέχους και των κλάδων του προσωπικού νεύρου, ακολούθως κινητοποιείται ο επιπολής λοβός της παρωτίδος και αφαιρείται ο όγκος.

Όταν σε ένα κακοήθη όγκο της παρωτίδος το προσωπικό νεύρο λειτουργεί, τότε καταβάλουμε κάθε προσπάθεια ώστε να διατηρηθεί η ακεραιότητα του προσωπικού νεύρου, καθώς δεν υπάρχουν βιβλιογραφικές αποδείξεις, ότι η θυσία του προσωπικού νεύρου βελτιώνει την πρόγνωση. Εάν προεγχειρητικώς ο κακοήθης όγκος προκαλεί συμπτωματολογία από το προσωπικό νεύρο, τότε είμαστε υποχρεωμένοι του τμήμα αυτού του νεύρου να το αφαιρέσουμε.
Εάν υπάρχουν κλινικά η απεικονιστικά μεταστατικοί τραχηλικοί λεμφαδένες, ακολουθεί και λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου. Σε επιθετικές κακοήθειες της παρωτίδος, μπορεί να γίνει λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου, ακόμα και αν δεν υπάρχει κλινική η απεικονιστική ένδειξη ή απόδειξη τραχηλικών λεμφαδενικών μεταστάσεων.
Στις περιπτώσεις που έχουμε ενδοπαρωτιδικές μεταστάσεις από μία κακοήθεια του δέρματος, τότε κάνουμε επιπολής παρωτιδεκτομή και λεμφαδενικό καθαρισμό τραχήλου.
Το βασικότερο μέρος του χειρουργείου το οποίο έχει σχέση με την αναγνώριση και την παρασκευή του προσωπικού νεύρου και των κλάδων του, γίνεται με μεγεθυντικό φακό (Loupe magnification). Πάντα στο χειρουργείο υπάρχει νευροδιεγέρτης του προσωπικού νεύρου.
Για την αντιμετώπιση των Όγκων Παρωτίδος υπάρχει βιβλιογραφία, στην οποία γίνεται αναφορά στα πρωτόκολλα αντιμετωπίσεως των Όγκων της Παρωτίδος, στην ιστολογική ταυτότητα αυτών των νεοπλασιών και στα ποσοστά επιπλοκών. Οι πιο πολλές εργασίες έχουν σχέση με ανακοινώσεις Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, ή Πανεπιστημίων και συνήθως αυτές οι εργασίες περιλαμβάνουν την εμπειρία περισσοτέρων του ενός Χειρουργού . Λείπουν από την βιβλιογραφία ή είναι πολύ λίγες οι εργασίες που αναφέρονται στην εμπειρία ενός χειρουργού στην αντιμετώπιση των όγκων της παρωτίδος . Είναι προφανές ότι η εμπειρία του χειρουργού έχει σχέση και με την συχνότητα των επιπλοκών και με την επαρκή ογκολογική αντιμετώπιση των περιστατικών. Όσο πιο έμπειρος είναι ο χειρούργος τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες επιπλοκών και τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες αποτελεσματικότερης Ογκολογικής αντιμετώπισης του περιστατικού. Εξυπακούεται ότι ισχύει το αντίθετο για το όσο πιο άπειρος είναι ο χειρούργος.
Οπότε στη πλειονότητα των εργασιών που ανακοινώνονται και περιγράφουν την αντιμετώπιση των Όγκων Παρωτίδος, ουσιαστικά πρόκειται για ένα μέσο όρο συμπερασμάτων και αποτελεσμάτων μίας κλινικής. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τα αποτελέσματα μιας σειράς Παρωτιδεκτομών ενός και μόνο χειρουργού, οπότε υπάρχει ομοιογένεια στην εμπειρία και στην αντίληψη επί των θεμάτων της Ογκολογίας της Παρωτίδος.
Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η εμπειρία ενός Χειρουργού (Γεώργιος Δουνδουλάκης) στην αντιμετώπιση των ογκολογικών προβλημάτων της Παρωτίδος, σε ένα σύνολο 162 Παρωτιδεκτομών, στις οποίες ήταν ο υπεύθυνος Χειρουργός.
ΜΕΘΟΔΟΣ
Πρόκειται για αναδρομική μελέτη των επεμβάσεων της παρωτίδος οι οποίες έγιναν από έναν χειρουργό (Γεώργιος Δουνδουλάκης) για καλοήθεις και κακοήθεις όγκους της παρωτίδος, από την 11η Νοεμβρίου του 1997 μέχρι και την 4η Σεπτεμβρίου 2025. Το σύνολο των επεμβάσεων στην παρωτίδα, που έγινε από ένα και τον συγκεκριμένο χειρουργό, για το χρονικό διάστημα το οποίο προαναφέρεται, ανέρχεται στο σύνολο των 162 επεμβάσεων. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 56 έτη. Το 47% των ασθενών ήταν άνδρες ενώ το 53% των ασθενών ήταν γυναίκες. Ο μέσος χρόνος της μετεγχειρητικής παρακολούθησης (follow-up) ήταν οι 60 μήνες. Το 74% των περιπτώσεων ήταν καλοήθεις νεοπλασίες και το 26% ήταν κακοήθεις.

Στους ασθενείς με καλοήθεις όγκους παρωτίδος, ο συχνότερος όγκος ήταν το Πλειόμορφο Αδένωμα (Μεικτός Όγκος).

Στους κακοήθεις όγκους της Παρωτίδος, η συχνότερη νεοπλασία ήταν Ενδοπαρωτιδική μετάσταση από Πλακώδες Καρκίνωμα.




ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Σε όλες τις Παρωτιδεκτομές της μελέτης αυτής, η χειρουργική τακτική περιλαμβάνει πάντα την αναγνώριση και την παρασκευή του κεντρικού στελέχους του Προσωπικού νεύρου, την αναγνώριση και την παρασκευή των δύο βασικών διακλαδώσεών του, του Τραχηλοπροσωπικού κλάδου του Προσωπικού νεύρου και του Κροταφοπροσωπικού κλάδου του Προσωπικού νεύρου, καθώς και την παρασκευή των μικρότερων κλάδων του Προσωπικού νεύρου, οι οποίοι έχουν κάποια "εμπλοκή" με τον, προς αφαίρεση, Όγκο. Ποτέ δεν έχω κάνει εκπυρήνιση Όγκου Παρωτίδος, δηλαδή αφαίρεση του Όγκου χωρίς να βρω και να παρασκευάσω το προσωπικό νεύρο.
Στους ασθενείς οι οποίοι υπεβλήθησαν σε χειρουργική επέμβαση για καλοήθη νεοπλασία της Παρωτίδος (Ν=120), ουδείς παρουσίασε Μετεγχειρητική Μακροχρόνια Νευραπραξία κλάδου του Προσωπικού νεύρου (Long-term nerve weakness). Στους ασθενείς αυτούς, με καλοήθη νεοπλασία της Παρωτίδος, παρουσιάστηκε Μετεγχειρητική Προσωρινή νευραπραξία κλάδου του Προσωπικού νεύρου (Short-term nerve weakness) σε 3 ασθενείς (δηλαδή στο 2% των ασθενών με καλοήθη νεοπλασία της παρωτίδος), η οποία αποκαταστάθηκε πλήρως σε ένα μικρό χρονικό διάστημα 20 ημερών.
Επιλεκτική εκτομή τμήματος του προσωπικού νεύρου (Selective nerve branch sacrifice) έγινε σε εννέα ασθενείς, οι οποίοι έπασχαν από κακοήθη όγκο της παρωτίδος, και στους οποίους υπήρχε ήδη προεγχειρητικώς παράλυση του προσωπικού νεύρου. Σε 3 ασθενείς οι οποίοι είχαν παρομοίως κακοήθη όγκο παρωτίδος, ήταν χειρουργικά εφικτό να διατηρηθεί η ακεραιότητα του προσωπικού νεύρου, αλλά παρέμεινε Μετεγχειρητική Μακροχρόνια Πάρεση κλάδου του Προσωπικού νεύρου (Long-term nerve weakness).
Η παρωτιδεκτομή παραμένει μια σχετικά συχνή επέμβαση στην ειδικότητα της χειρουργικής κεφαλής και τραχήλου. Η ανασκόπηση της εμπειρίας στην Παρωτιδεκτομή των Νοσοκομιακών και Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων μπορεί να συγκεντρώνει μεγάλους συνολικούς αριθμούς επεμβάσεων, αλλά η εμπειρία αυτή είναι αθροιστική εμπειρία πολλών χειρουργών, των οποίων η εξατομικευμένη εμπειρία του καθενός, καθώς και η τεχνική του κάθε χειρουργού, διαφέρει από των υπολοίπων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη διακύμανση στα βιβλιογραφικά δεδομένα, τα οποία έχουν σχέση με την αποτελεσματική ογκολογικά αντιμετώπιση των όγκων της Παρωτίδος και με την συχνότητα εμφανίσεως των επιπλοκών της Παρωτιδεκτομής και κυρίως της μετεγχειρητικής λειτουργίας του Προσωπικού νεύρου.
Στην παρούσα εργασία εξετάζεται ο τρόπος αντιμετωπίσεως των όγκων της Παρωτίδος, με μια σημαντική εμπειρία 162 επεμβάσεων που διενεργήθηκαν από ένα και μόνο χειρουργό. Με αυτού του τύπου τις εργασίες, δηλαδή με εργασίες οι οποίες αναφέρονται στην εμπειρία ενός και μόνο χειρουργού, προσφέρεται ουσιαστική εικόνα για τη χειρουργική επέμβαση παρωτιδεκτομής και δίνεται ένα μέτρο για τις ρεαλιστικές προσδοκίες που πρέπει να υπάρχουν, όταν ένα ογκολογικό πρόβλημα της Παρωτίδος αντιμετωπίζεται από ένα έμπειρο χειρουργό κεφαλής & τραχήλου. Μια τέτοια ανάλυση μπορεί να διευκολύνει την προεγχειρητική και μετεγχειρητική διαχείριση του προβλήματος και τη λήψη αποφάσεων με τους ασθενείς.
Στην βιβλιογραφία συνήθως αναφέρεται ότι επι του συνόλου των όγκων της Παρωτίδος, το ποσοστό στο οποίο αυτοί οι όγκοι είναι κακοήθεις, ανέρχεται στο 15% έως 20%. Στην παρούσα εργασία, οι κακοήθεις όγκοι της παρωτίδος (Πρωτοπαθείς και Μεταστατικοί) ανήλθαν στο 26%.
Η πρώτη αιτία κακοήθειας της Παρωτίδος είναι ο μεταστατικός όγκος, από κάποιο ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του δέρματος (Το 28% των κακοήθων όγκων). Η Παρωτίδα είναι ο μόνος σιελογόνος αδένας με ενδοπαρεγχυματικούς λεμφαδένες (5-7) οι οποίοι μπορεί να αποικιστούν από μεταστατικά, καρκινικά κύτταρα. Αυτοί οι ενδοπαρωτιδικοί λεμφαδένες φυσιολογικά δεν ψηλαφώνται, παρά μόνο εάν διογκωθούν παθολογικώς. Η διαφοροδιάγνωση μεταξύ ενός πρωτοπαθούς όγκου της Παρωτίδος και ενός ενδοπαρωτιδικού, μεταστατικού λεμφαδένος, με την ψηλάφηση, είναι δύσκολη. Μια ταχέως αναπτυσσόμενη παρωτιδική μάζα μπορεί να είναι μια δευτεροπαθής εντόπιση, από ένα ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του δέρματος, από ένα Μελάνωμα ή από μια αιματολογική κακοήθεια (Λέμφωμα). Λεμφώματα της Παρωτίδος, ως πρωτοπαθή νεοπλάσματα της Παρωτίδος, αναφέρονται στην βιβλιογραφία, ειδικά δε σε ασθενείς με ιστορικό Sjögren disease. Αυτές οι μεταστατικές κακοήθειες συχνά αντιμετωπίζονται σαν Πρωτοπαθή νεοπλάσματα της Παρωτίδος, καθώς δεν μπορεί να τεθεί προεγχειρητικώς μια σίγουρη ιστολογική διάγνωση, ιδιαίτερα δε όταν δεν υπάρχει και κάποιο σαφές ιστορικό προϋπάρχουσας κακοήθειας του δέρματος. Η πιθανότης αυτών των ιστολογικών εκπλήξεων (histological surprises) μπορεί να μειωθεί με την πολύ λεπτομερή λήψη του ιστορικού (ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά το ιστορικό αφαιρέσεως κάποιου ογκιδίου στην περιοχή του τριχωτού της κεφαλής και του προσώπου, κατά το πρόσφατο παρελθόν), με την προσεκτική ψηλάφηση του ασθενούς, με τον απεικονιστικό έλεγχο και την βιοψία δια λεπτής βελόνης (FNAB).
Μια σκληρή παρωτιδική διόγκωση η οποία είναι καθηλωμένη στους υποκείμενους ιστούς, μια μάζα η οποία υπερβαίνει τα 4 εκατοστά και εντοπίζεται στον εν τω βάθει λοβό, έχει αυξημένη πιθανότητα να είναι κακοήθης . Εάν κατά την προσέλευση του ασθενούς υπάρχει πάρεση-παράλυση του προσώπου και/ή πόνος στο πρόσωπο, η πιθανότης κακοήθειας είναι πολύ μεγάλη.
Ο απεικονιστικός έλεγχος δίνει πληροφορίες για τις διαστάσεις του όγκου, την εντόπισή του (επιπολής, εν τω βάθει λοβός) ή την επέκτασή του προς το παραφαρυγγικό διάστημα, γεγονός που κλινικά δεν μπορεί να διαπιστωθεί.
Όσον αφορά τον ρόλο της βιοψίας δια λεπτής βελόνης (Fine Needle Aspiration Biopsy, FNAB), οι γνώμες διχάζονται, επειδή η εξέταση αυτή συχνά είναι ψευδώς αρνητική. Αρκετοί θεωρούν ότι δεν προσφέρει ιδιαίτερα στον σωστό προγραμματισμό της επεμβάσεως. Βέβαια όταν η FNAB είναι θετική, αυτό βοηθά τον χειρουργό να προγραμματίσει πιο σωστά την επέμβαση, με το ενδεχόμενο μιας πιθανής, αναγκαστικής εκτομής τμήματος του προσωπικού νεύρου και της επακόλουθης επανορθωτικής παρεμβάσεως στο προσωπικό νεύρο. Επιπλέον η ενημέρωση του ασθενούς είναι πληρέστερη για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της επεμβάσεως στην λειτουργία του προσώπου.
Όταν ένας ασθενής δεν μπορεί να χειρουργηθεί λόγω κακής γενικής καταστάσεως, ή λόγω πολύ εκτεταμένης νόσου, τότε μια θετική FNAB είναι πολύ σημαντική για την συντηρητική αγωγή στην οποία θα υποβληθεί ο ασθενής.
Στη μελέτη αυτή γίνεται αναφορά στην βραχυπρόθεσμη (Short-term nerve weakness) και μακροπρόθεσμη (Long-term nerve weakness) λειτουργία του προσωπικού νεύρου. Στην βιβλιογραφία υπάρχουν μεγάλες διαφορές στα αναφερόμενα ποσοστά της εμφανίσεως παρέσεως η παραλύσεως του προσωπικού νεύρου, μετεγχειρητικώς. Υπάρχουν στην βιβλιογραφία μελέτες που αναφέρουν μετεγχειρητική αδυναμία του προσωπικού νεύρου που ανέρχεται μεταξύ του 50% και του 77% των Παρωτιδεκτομών. Στην μελέτη των Jin H et al, αναφέρεται ότι το ποσοστό της Short-term nerve weakness ανέρχεται στο 9,2% και το ποσοστό της Long-term nerve weakness στο 5,2% . Οι Guntinas-Lichius O et al ανακοίνωσαν ότι το ποσοστό παροδικής αδυναμίας του προσωπικού νεύρου ανήλθε στο 25% των Παρωτιδεκτομών, ενώ μόνιμη παράλυση του Προσωπικού νεύρου υπήρξε στο 6% των επεμβάσεων. Στην μελέτη του O' Brien CJ τα ποσοστά παροδικής μετεγχειρητικής αδυναμίας του προσωπικού νεύρου ανήλθαν στο 27%, ενώ τα ποσοστά μόνιμης παραλύσεως ανήλθαν στο 2.5%.
Στην παρούσα μελέτη, στο σύνολο των Παρωτιδεκτομών, η μετεγχειρητική προσωρινή νευραπραξία κλάδου του Προσωπικού νεύρου (Short-term nerve weakness) ανήλθε στο 3% του συνόλου των επεμβάσεων (5 ασθενείς). Η συχνότητα εμφανίσεως παροδικής, μετεγχειρητικής νευραπραξίας παρατηρήθηκε στο 2% των καλοήθων νεοπλασιών και στο 5% των κακοήθων νεοπλασιών.
Μακροχρόνια, μόνιμη μετεγχειρητική παράλυση του προσωπικού νεύρου, παρατηρήθηκε σε 12 ασθενείς. Και οι 12 αυτοί ασθενείς έπασχαν από κακοήθη νεοπλασία της παρωτίδος. Στους εννιά από τους 12 αυτούς ασθενείς, η παράλυση του προσωπικού νεύρου υπήρχε ήδη πριν από την εγχείρηση. Στους υπόλοιπους τρεις από τους 12, οι οποίοι είχαν παρομοίως κακοήθη όγκο παρωτίδος, ήταν χειρουργικά εφικτό να διατηρηθεί η ακεραιότητα του προσωπικού νεύρου, αλλά παρέμεινε Μετεγχειρητική Μακροχρόνια Πάρεση κλάδου του Προσωπικού νεύρου (Long-term nerve weakness).
Υπάρχει πάντα στην βιβλιογραφία ο προβληματισμός, για το εάν πρέπει να θυσιαστεί το προσωπικό νεύρο, όταν η νεοπλασία είναι σε στενή συνάφεια με το νεύρο, ενώ ταυτοχρόνως το πρόσωπο του ασθενούς δεν εμφανίζει πάρεση ή παράλυση. Επειδή στις περισσότερες κακοήθειες της Παρωτίδος θα ακολουθήσει μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία, η ανατομική ακεραιότητα του προσωπικού νεύρου διατηρείται κατά την επέμβαση, ακόμα και όταν η νεοπλασία είναι "κολλημένη" πάνω στο νεύρο, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πρόσωπο προεγχειρητικώς δεν εμφανίζει πάρεση ή παράλυση. Η μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία θα θεραπεύσει το τυχόν μικροσκοπικό ή μακροσκοπικό υπόλειμμα νόσου που θα μείνει κοντά στο προσωπικό νεύρο. Αυτή είναι η τάση στην διεθνή βιβλιογραφία και είναι και η τακτική που ακολουθώ στους δικούς μου ασθενείς.
Επιπλέον, η οριστική ταυτοποίηση μιας κακοήθους νεοπλασίας της Παρωτίδος, τίθεται με οριστική ιστολογική εξέταση του χειρουργικού παρασκευάσματος στο παθολογοανατομικό εργαστήριο και μάλιστα μπορεί να απαιτηθεί και ανοσοϊστοχημικός έλεγχος. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα κακοήθη όγκο Παρωτίδος, του οποίου την οριστική ταυτότητα δεν γνωρίζουμε, και ενώ το πρόσωπο του ασθενούς λειτουργεί φυσιολογικά (δεν εμφανίζει πάρεση ή παράλυση), θα κόψουμε το Προσωπικό νεύρο; Η απάντηση είναι προφανώς όχι. Εάν μείνει υπολειμματική νόσος θα ακολουθήσει μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία, ούτως ή άλλως.
Όσον αφορά την αξιολόγηση της επίδρασης της χρήσης της διεγχειρητικής συνεχούς παρακολούθησης του προσωπικού νεύρου με τον νευροδιεγέρτη, πρέπει να τονίσω ότι η συνεχής παρακολούθηση του προσωπικού νεύρου με τον Νευροδιεγέρτη, σπάνια χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη σειρά των 162 Παρωτιδεκτομών, και μόνο για περιπτώσεις διαταραχής της ανατομίας, όπως υποτροπές, συγγενείς ανωμαλίες ή εξαιρετικά μεγάλες μάζες. Τα ποσοστά προσωρινής και μόνιμης παράλυσης του προσωπικού νεύρου στην δική μου σειρά Παρωτιδεκτομών (στην οποία η συνεχής παρακολούθηση του προσωπικού νεύρου δεν ήταν η συνήθης τακτική) είναι αρκετά ευνοϊκά σε σύγκριση με δημοσιευμένες σειρές και συστηματικές ανασκοπήσεις που αξιολογούν τέτοια παρακολούθηση . Επομένως, η παρακολούθηση του Προσωπικού νεύρου με τον νευροδιεγέρτη μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμη, αλλά όχι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή χειρουργική επέμβαση στην παρωτίδα, ιδιαίτερα δε για ένα έμπειρο χειρουργό.
Στην βιβλιογραφία το σύνδρομο Frey μετά από Παρωτιδεκτομή εμφανίζεται σε ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 1% έως 9% . Στην παρούσα μελέτη η συχνότης εμφανίσεως του συνδρόμου ανήλθε στο 4%.